ἀνδροβόρος

Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, man-devouring, AP7.206 (Damoch.), Q.S.6.247.

Spanish (DGE)

-ον
devorador de hombres ἀνδροβόρων ... κυνῶν AP 7.206 (Damoch.), ἵππος Q.S.6.247.

German (Pape)

[Seite 218] männerverzehrend, κύνες Damoch. 1 (VII, 206); Διομήδεος ἵπποι Qu. Sm. 6, 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les hommes.
Étymologie: ἀνήρ, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροβόρος: Anth. = ἀνδροβρώς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροβόρος: -ον, (βιβρώσκω) ἀνδροφάγος, Ἀνθ. Π. 7. 206, Κόϊντ. Σμ. 6. 247.

Greek Monotonic

ἀνδροβόρος: -ον (ἀνήρ, βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει άνδρες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀνήρ, βιβρώσκω
man-devouring, Anth.