[Seite 5] Dor. = ἤγαγον, s. ἄγω.
dor. c. ἤγαγον, ao.2 de ἄγω.
ἄγᾰγον: (ᾰ и ᾱ) aor. 2 к ἄγω.
ἄγαγον: «ἀντὶ τοῦ ἄγαγε (ὁδήγησον, φέρε)», Ἡσύχ.
see ἄγω.
v. ἄγω.