ἄνουσος
English (LSJ)
ον, Ion. for ἄνοσος.
Spanish (DGE)
v. ἄνοσος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. c. ἄνοσος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνουσος: эп.-ион. = ἄνοσος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνουσος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄνοσος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄνουσος: -ον, Ιων. αντί ἄ-νοσος.