ἐξαλεύομαι
English (LSJ)
= ἐξαλέομαι (beware of, avoid, escape), ὡς ἂν… μῆνιν… ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S. Aj. 656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.
French (Bailly abrégé)
sbj. ao. ἐξαλεύσωμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰλεύομαι: Soph. = ἐξαλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλεύομαι: τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. ἐξαλύσκω.
Greek Monolingual
ἐξαλεύομαι (Α)
έξαλέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του εξαλέομαι].
Greek Monotonic
ἐξᾰλεύομαι: = το προηγ., σε Σοφ.