ἐξαλεύομαι

Revision as of 19:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

= ἐξαλέομαι (beware of, avoid, escape), ὡς ἂν… μῆνιν… ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S. Aj. 656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao. ἐξαλεύσωμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλεύομαι: Soph. = ἐξαλέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλεύομαι: τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. ἐξαλύσκω.

Greek Monolingual

ἐξαλεύομαι (Α)
έξαλέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του εξαλέομαι].

Greek Monotonic

ἐξᾰλεύομαι: = το προηγ., σε Σοφ.