ἐπαίσθησις
English (LSJ)
εως, ἡ, perception, τὴν ἐ. τὴν ἐπί τινος ποιεῖν Epicur.Ep.1p.13U., cf. Phld.Mus.p.42K., al., Sor.2.19; τινός Epicur.Nat.125 G., Porph.Abst.1.57, 3.15.
German (Pape)
[Seite 895] ἡ, das Wahrnehmen, die Wahrnehmung, Epicur. bei D. L. 10, 52.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαίσθησις: εως ἡ восприятие, ощущение (действие) Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίσθησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαισθάνεσθαι, κατανοεῖν, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 52.
Greek Monolingual
ἐπαίσθησις, η (Α)
η διά μέσου τών αισθήσεων αίσθηση, κατανόηση, αντίληψη.