αντίληψη
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η (AM ἀντίληψις, -εως)
1. το να συλλαμβάνει κάποιος με τον νου
2. η πρόνοια, η βοήθεια
νεοελλ.
1. ευχέρεια μάθησης, αντιληπτικότητα, εξυπνάδα
2. το να συλλαμβάνει κάποιος με τις αισθήσεις
3. στον πληθ. οι αντιλήψεις
ιδέες, νοοτροπία
4. φρ. «δικαστική αντίληψη» — μορφή προστασίας που παρέχει ο νόμος σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν πλήρη πνευματική υγεία
αρχ.
1. ανταλλαγή, ανταμοιβή
2. αμοιβαία προσκόλληση, συνοχή
3. μέρος από το οποίο πιάνει κάποιος κάτι ή από όπου πιάνεται
4. λαβή, αφορμή για επίκριση
5. αξίωση για κάποιο πράγμα
6. αντιγνωμία, εναντίωση, αντίρρηση
7. προσβολή από ασθένεια
8. (για φυτά) ριζοβόλημα, πιάσιμο.