ἑπταπάλαιστος

Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[πᾰ], ον, seven palms long, S.E.M.9.321:—early Att. ἑπτα-πάλαστος IG12.373.237.

German (Pape)

[Seite 1013] von sieben Handbreiten, S. Emp. adv. phys. 321.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰπάλαιστος: длиной в семь палест, т. е. 5.4 м Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταπάλαιστος: -ον, ἔχων μῆκος ἑπτὰ παλαιστῶν (παλαμῶν), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 321.

Greek Monolingual

ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].