ὀνειροπολέω

Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

pf. A ὠνειροπόληκα Phld.Mus.p.88 K. :—dream, Pl.R. 534c, Ti.52b; ὀ. τι dream of a thing, ἵππους Ar.Nu.16; ἱππικήν ib.27; πολλὰ τοιαῦτ' ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ builds many such 'castles in the air', D.4.49; ὀ. τάλαντα Luc.Merc.Cond.20:—Pass., -ποληθεὶς πλοῦτος Id.DMort.5.2. II cheat by dreams, Ar.Eq.809. III Pass., to be haunted in dreams, τινι by... D.S.17.30, cf. 29.25 (abs.).

German (Pape)

[Seite 346] mit Träumen verkehren, träumen; Ar. Equ. 806; ἵππους, von Pferden träumen, Nubb. 16; Plat. Tim. 52 b, träumerisch sein; τὸν νῦν βίον ὀνειροπολοῦντα καὶ ὑπνώττοντα, Rep. VII, 534 c; auch übertr., πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, Dem. 4, 49, von thörichten Einbildungen; Sp., wie Plut. u. Luc. Gall. 32, τάλαντα Herc. cond. 20; daher pass., ὀνειροποληθέντα πλοῦτον ἀπολιπόντες, Mort. D. 5, 2; so im praes. S. Emp. pyrrh. 3, 240. 273; auch ὀνειροπολούμενος ταῖς τῶν Μακεδόνων ἀρεταῖς, im Traume erschreckt, D. Sic. 17, 31. – Aber med. – act., ἄνθρωπον ὀνειροπολεῖται, S. Emp. adv. log. 2, 57.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
songer, rêver τι à qch ; Pass. être l'objet d’un rêve, être rêvé.
Étymologie: ὀνειροπόλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειροπολέω:
1) редко med. видеть во сне (ἵππους Arph.; ἀγροὺς καὶ συνοικίας Luc.): ὀνειροποληθεὶς πλοῦτος Luc. приснившееся богатство;
2) проводить в сновидениях (τὸν βίον Plat.);
3) мечтать, грезить: ὀ. τι ἐν τῇ γνώμῃ Dem. заниматься пустыми мечтаниями;
4) волновать сновидениями: ὀνειροπολούμενός τινι Diod. встревоженный сновидением о чем-л.;
5) обманывать рассказом о сновидениях Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολέω: ὀνειρεύομαι, Πλάτ. Πολ. 534C, Τίμ. 52Β· ὀν. τι, ὀνειρεύομαί τι, ἵππους Ἀριστοφ. Νεφ. 16, 27· πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, φαντάζεται μὲ τὸν νοῦν του, Δημ. 54. 10· ὀν. τάλαντα Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 20· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὀνειροποληθεὶς πλοῦτος ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλόγ. 5. 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνειροπολεῖ· ὡς ἐν τῷ ὀνείρῳ βλέπει, ἢ ὡς ἐν ὀνείρῳ φαντάζεται». ΙΙ. ἀπατῶ δι’ ὀνείρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 809. ΙΙΙ. καθ’ ὕπνους καταδιώκομαι βασανίζομαι βλέπων τι, τινι ὑπὸ τινος, Διόδ. 17. 30, πρβλ. Ἐκλογ. 576. 3.

Greek Monotonic

ὀνειροπολέω: μέλ. -ήσω,
I. ονειρεύομαι, σε Πλάτ.· ὀνειροπολέω τι, ονειρεύομαι κάτι, σε Αριστοφ.· πολλὰ ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, «χτίζει παλάτια στην άμμο», με το νου, σε Δημ.
II. εξαπατώ μέσω ονείρων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀνειροπολέω, fut. -ήσω
I. to deal with dreams, i. e. to dream, Plat.; ὀν. τι to dream of a thing. Ar.; πολλὰ ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ "builds many such castles in the air," Dem.
II. to cheat by dreams, Ar.