ὀνησιφόρως
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière avantageuse.
Étymologie: ὀνησιφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀνησῐφόρως: с пользой (ὀ. καὶ θεραιτευτικῶς Plut.).