διάκλασις
English (LSJ)
εως, ἡ, breaking-up of light-rays, Procl.Hyp.7.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 ruptura, refracción de los rayos de luz κατὰ διάκλασιν τῶν ἀκτίνων Procl.Hyp.7.14, δ. τῆς ὄψεως Damian.Opt.14, τὴν μὲν ἶριν λέγει γίνεσθαι κατὰ διάκλασιν Olymp.in Mete.210.16, cf. Simpl.in de An.142.39.
2 inflexión φωνῆς Chrys.Sac.6.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάκλᾰσις: -εως, ἡ, θραῦσις, ἐντεῦθεν ἀσθένεια, ἀδυναμία, φωνῆς Ἰω. Χρυσ.· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ.