διαλαχαίνω
English (LSJ)
cut asunder as with a plough, διὰ κῦμα λ. Opp.H.5.264.
Spanish (DGE)
(διαλᾰχαίνω)
cortar en dos como con un arado διὰ κῦμα λαχαίνων Opp.H.5.264.
German (Pape)
[Seite 586] durchfurchen, in tmesi, διὰ κῦμα λ. Opp. H. 5. 264.
Greek (Liddell-Scott)
διαλαχαίνω: κόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω ὡς διὰ ὑνίου, διὰ κῦμα λ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 264.