όν, excitable, fickle, χρῆμα ἡ νίκη Men.Prot.p.10 D.
-όνversátil, volandero ἀναπτερωτόν τι χρῆμα ἡ νίκη Men.Prot.p.10.
ἀναπτερωτός: ὁ, ὁ ἀναπτερῶν, «ὅτι ἀναπτερωτόν τι χρῆμα ἡ νίκη» Μενάνδρ. Ἱστ. Ἀποσπ. 428.