ον, = ἀνήκεστος, Hp. ap. Erot. (ἀνηκ- in Acut.39).
-ονincurable Ζεὺς ἐλέησεν ἀνακέστ[οι] ς ἄχεσιν B.Fr.20d.9, cf. Hp. en Erot.25.19.
[Seite 191] Erotian. für ἀνήκεστος.
ἀνάκεστος: -ον, ἀνίατος, ὅμοιον τῷ ἀνήκεστος Ἐρωτιαν.