ἀπόκτησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A deed of gift, PGrenf.2.70.26 (iii A. D.). 2 loss, θάνατος ἀ. βίου Secund. Sent. 19, cf. Paul.Al.N.4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 donación, PGrenf.2.70.26 (III d.C.).
2 pérdida ref. a la muerte ἀπόκτησις βίου Secund.Sent.20, τῆς τῶν προσόντων αὐτῷ ἀποκτήσεως Gr.Nyss.Eun.3.9.12.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, Verlust, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκτησις: -εως, ἡ, ἀπώλεια, καὶ -κτητός, όν, ἀπολεσθείς, ἀπαλλοτριωθείς, Ἰω. Χρ.