διαρραίνομαι

Revision as of 18:15, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Russian (Dvoretsky)

διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).

Greek Monotonic

διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.

Middle Liddell

Pass. to flow all ways, Soph.