κατειδέναι
From LSJ
Russian (Dvoretsky)
κατειδέναι: inf. к κάτοιδα.
Greek (Liddell-Scott)
κατειδέναι: ἴδε ἐν λέξ. κάτοιδα.
Greek Monotonic
κατειδέναι: απαρ. του κάτοιδα.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also κάτοιδα): know how to