ἀγοραίως
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
French (Bailly abrégé)
adv.
en style de barreau, d'une manière déclamatoire.
Étymologie: ἀγοραῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀγοραίως: в духе судебного красноречия, красноречиво (ἀ. καὶ ῥητορικῶς Plut.).