γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.
λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωναςτοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῑσθος (I)].