κλείσμα

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source

Greek Monolingual

το (AM κλεῖσμα) κλείω (Ι)]
1. περίφραγμα, φράχτης
2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος
νεοελλ.-μσν.
1. περίβολος
2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός.