λοφώ

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

λοφῶ, -άω (Α)
1. (για τον κορυδαλλό) έχω λοφίο
2. μτφ. υποφέρω
3. (κατά τον Ησύχ.) «λοφᾷ
λόφου ἐπιθυμεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + κατάλ. -άω, -, με πιθανή επίδραση του κομῶ].