προαίσθημα

Revision as of 09:50, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. οτιδήποτε προαισθάνεται κανείς, η ασαφής αίσθηση ότι κάτι πρόκειται να συμβεῖ
2. ιατρ. το σύνολο τών αόριστων συμπτωμάτων τα οποία προαναγγέλλουν την προσβολή ενός ατόμου από μια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαισθάνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστ. Α. Σίμο].