προαισθάνομαι

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαισθάνομαι Medium diacritics: προαισθάνομαι Low diacritics: προαισθάνομαι Capitals: ΠΡΟΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: proaisthánomai Transliteration B: proaisthanomai Transliteration C: proaisthanomai Beta Code: proaisqa/nomai

English (LSJ)

aor. -ῃσθόμην Th.3.38: pf. -ῄσθημαι ib.112:—perceive or observe beforehand, Id.3.38, 5.58, X.An.1.1.7, etc.; π. τοῦ στρατοῦ become aware of… beforehand, Th.3.102.

German (Pape)

[Seite 706] (s. αἰσθάνομαι), vorher wahrnehmen, merken; Thuc. 5, 58. 8, 16; ἐκ πολλοῦ, Dem. 18, 63; mit folgdm partic., ἐπιόντας τοὺς Λακεδαιμονίους, 59, 103.

French (Bailly abrégé)

f. προαισθήσομαι, ao.2 προῃσθόμην, etc.
pressentir, comprendre ou être informé d'avance, avoir vent de, acc..
Étymologie: πρό, αἰσθάνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αισθάνομαι van tevoren bemerken, met acc.:; προαισθάνεται τὰ γινόμενα hij merkt van tevoren op wat er gebeurt Plut. Arat. 25.7; van tevoren gewaarworden, met gen.: τοῦ στρατοῦ het leger Thuc. 3.102.3.

Russian (Dvoretsky)

προαισθάνομαι: чувствовать заранее, предчувствовать, предвидеть (π. καὶ προϊδεῖν Arst.): προαισθόμενος τὰ αὐτὰ ταῦτα βιυλευομένους Xen. предчувствуя, что они замышляют то же самое; προαισθόμενος τοῦ στρατοῦ Thuc. предвидя, (что придет неприятельское) войско.

Greek Monolingual

ΝΑ
αισθάνομαι κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί, το προβλέπω προτού να γίνει αντιληπτό από τους άλλους ή πριν να εκδηλωθεί, διαισθάνομαι.

Greek Monotonic

προαισθάνομαι: μέλ. -αισθήσομαι, αόρ. βʹ -ῃσθόμην· αποθ., αισθάνομαι ή καταλαβαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ., Ξεν.· προαισθάνομαί τινος, μαθαίνω κάτι εκ τωνπροτέρων, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προαισθάνομαι: ἀποθετ., αἰσθάνομαι ἢ ἐννοῶ προτήτερα, προαισθάνομαι, προβλέπω, Θουκ. 3. 38., 5. 58, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 7, κτλ.· πρ. τινος Θουκ. 3. 102.

Middle Liddell

fut. -αισθήσομαι aor2 -ῃσθόμην
Dep. to perceive or observe beforehand, Thuc., Xen.; πρ. τινος to become aware of a thing beforehand, Thuc.

Lexicon Thucydideum

praesentire, to have a presentiment of, 1.136.1. 2.93.3. 3.38.6, 3.83.4. 3.102.3, 3.112.3, 5.58.1, 8.16.2. 8.51.1, 8.79.3.