ρυμοτομώ

From LSJ
Revision as of 09:52, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ῥυμοτομῶ, -έω, ΝΜΑ
τέμνω πόλη σε ρύμες, χαράζω, διανοίγω δρόμους, σχηματίζω πλατείες, πάρκα και οικοδομικά τετράγωνα σε μια πόλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ῥυμοτομεῖται
εἰς ὀρθὸν κόπτεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. αὐλακο-τομῶ].