ὁ, v. ὀρός.
ὀρρός: ὁ Arst., Plut. = ὀρός.
ὀρρός: (Α), ὁ, ἴδε ἐν λ. ὀρός.
ο (ΑΜ ὀρρός)(εσφ. γρφ.) βλ. ορός.
(=τυρόγαλο). Ἀντί ὀρός.