Κερκυραίος
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, Κερκυραῖα, Κερκυραῖον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) Κέρκυρα
ο κάτοικος της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
φρ. «Κερκυραία μάστιξ» — φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.
Translations
Esperanto: Korfuano, Korfuanino; French: corfiote; German: Korfiot, Korfiote, Korfiotin; Greek: Κερκυραίος, Κερκυραία; Ancient Greek: Κερκυραῖος; Italian: corfioto, corfiota