Κερκυραίος

From LSJ
Revision as of 09:23, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ Κερκυραῖος, Κερκυραῖα, Κερκυραῖον, Α αρσ. και Κέρκυρ, -υρος) Κέρκυρα
ο κάτοικος της Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
φρ. «Κερκυραία μάστιξ» — φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες.

Translations

Esperanto: Korfuano, Korfuanino; French: corfiote; German: Korfiot, Korfiote, Korfiotin; Greek: Κερκυραίος, Κερκυραία; Ancient Greek: Κερκυραῖος; Italian: corfioto, corfiota