Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
adj.
V. κατάρρυτος.
Watered with streams: V. ὕδασι διάβροχος (Eur., Bacch. 1051).