Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρρυτος

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρρῠτος Medium diacritics: κατάρρυτος Low diacritics: κατάρρυτος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: katárrytos Transliteration B: katarrytos Transliteration C: katarrytos Beta Code: kata/rrutos

English (LSJ)

κατάρρυτον,
A irrigated, watered, κῆπος E.El.777; νάπη Χιόνι κατάρυτα Id.Tr.1067(lyr.), cf. Andr.215; γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος Ael. NA10.37; λίμνη κ. αἵματι LXX 2 Ma.12.16; ὄρος κατάρρυτον = channelled by streams, OGI199.12 (Adule).
2 flowing, ὕδωρ Olymp.in Mete. 128.32.
II carried down by water, alluvial, of the Delta, Hdt.2.15.
III with a steep slope, of a testudo, Plb.28.11.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
arrosé, inondé.
Étymologie: καταρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρρυτος -ον, ook κατάρυτος [καταρρέω] waterrijk, vochtig:. κῆπος tuin Eur. El. 777; νάπη χιόνι κατάρυτα ποταμίᾳ valleien die door de stroom van sneeuwwater vochtig worden gehouden Eur. Tr. 1067. aangeslibd:. τὸ Δέλτα... ἐστὶ κατάρρυτον de Delta is gevormd door aanslibbing Hdt. 2.15.2.

German (Pape)

von obenher begossen, bewässert; νάπη χιόνι κατάρρυτα ποταμίᾳ Eur. Tr. 1067, vgl. Andr. 914; κῆπος El. 777; γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος Ael. H.A. 10.37. – Auch = abschüssig, Pol. 28, lg, 3; – angespült, angeschlämmt, vom Nildelta, Her. 2.16.

Russian (Dvoretsky)

κατάρρῠτος: Eur. тж. κατάρυτος 2
1 орошаемый, политый (νάπη, κῆπος Eur.; χώρα ποταμοῖς Plut.);
2 образованный наносами, наносный (τὸ Δέλτα Her.);
3 дающий сток, т. е. наклонный, покатый (κεραμωτόν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάρρῠτος: -ον, ὁ καταρρεόμενος, ποτιζόμενος, κῆπος Εὐρ. Ἑλ. 777. νάπη χιόνι κατάρυτα ποταμίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1067, πρβλ. Ἀνδρ. 215· γῆ ἔνδροσός τε καὶ κ. Αἰλ. π. Ζ. 10. 37· κ. τόπος, χωρία Πολυδ.· ἄλσος, ὄρη κ. Λόγγος· ὄρος ψυχροῖς καὶ διαφανέσιν ὕδασι κ. Βασίλ.· «κατάρρυτα· ἀρδεύσιμα» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑπὸ τοῦ ὕδατος κατακεκλυσμένος, σχηματισθεὶς ἐκ καθιζημάτων ἢ προσχώσεων τοῦ ὕδατος, πλήρης ἰλύος, περὶ τοῦ Δέλτα, Ἡρόδ. 2. 15· ὡσαύτως, ἐπὶ ὀρέων, ἐσκαμμένος ὑπὸ χειμάρρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Β. 12· πρβλ. πρόχυσις, προχώννυμι. ΙΙΙ. ἔχων ἀπότομον κατωφέρειαν, ἐπὶ στέγης, κ. κεραμωτὸν Πολύβ. 28. 12, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, -ον)
αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει προς τα κάτω
2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά
3. ο πολύ κατηφορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αμφί-ρρυτος, περί-ρρυτος].

Greek Monotonic

κατάρρῠτος: -ον, I. υδρευμένος, ποτισμένος, σε Ευρ.
II. αυτός τον οποίο έχει μεταφέρει το νερό, προσχωματικός, λέγεται για το δέλτα των ποταμών, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κατάρ-ρῠτος, ον
I. irrigated, watered, Eur.
II. carried down by water, alluvial, of the Delta, Hdt.