amigo de lo ajeno
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Spanish > Greek
ἀναμοχλευτής, ἀνατρυπητής, ἁρπαγεύς, ἅρπαγος, ἁρπαγων, ἁρπακτήρ, ἁρπακτήριος, ἀρπακτής, ἁρπακτικός, ἅρπαξ, ἁρπαστής, ἀφαιρέτης, δραξών, ἐκδύτης, ἐξαρπάκτωρ, κλέπτης