красильщик
Russian > Greek
βαλαυστιουργός, βαφεύς, βάφισσα, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός, ἀνθοβάφος
βαλαυστιουργός, βαφεύς, βάφισσα, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός, ἀνθοβάφος