Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(Mt.) Κιθαιρών, -ῶνος, ὁ.
Of Cithaeron, adj: V. Κιθαιρώνειος, Ar. Κιθαιρώνιος.