ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
Τυρσηνία, ἡ.
An Etruscan: Τυρσηνός, ὁ.
Etruscan, adj.: Τυρσηνικός, V. also Τυρσηνός. Fem. adj., Τυρσηνίς, -ίδος.