τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words
τό, = γλεῦκος; so und γλύκεος, γλύκει schreibt Schneider Nic. Al. 386, 179, 205, 367, 142, für γλυκύ, γλυκέος, γλυκεῖ.