μαζίνης

Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ὁ, f. l. for μάξεινος, Thphr.Fr.171.2.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίνης: ὁ, εἶδος ὀνίσκου, (καλλαρίας), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· μαζεινὸς ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cabillaud, poisson.
Étymologie: DELG -.

German (Pape)

ὁ, = μάζινος, Ath. VIII.332b.