σφαιρών

Revision as of 16:41, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, round fishing-net, Opp.H.3.83.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρών: -ῶνος, ὁ, δίκτυον ἁλιευτικὸν στρογγύλον, σφαιροειδές, σὺν δὲ σαγήναις πέζαις καὶ σφαιρῶνας ὁμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3.83.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα -ών, -ῶνος
(πρβλ. σφηκ-ών)].

German (Pape)

ῶνος, ὁ, ein rundes Fischernetz, Opp. Hal. 3.83.