ἀφροφυής

Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, foamy, of a lettuce, from its milky juice, AP9.412 (Phld.).

Spanish (DGE)

-ές
que produce espuma, jugoso del jugo lechoso de las hojas de una lechuga θριδάκων ... ἀφροφυῆ πέταλα AP 9.412 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une nature écumeuse, càd laiteuse en parl. d'une sorte de laitue.
Étymologie: ἀφρός, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφροφυής: похожий на пену или дающий пену (θριδάκων πέταλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροφυής: -ές, ὁ παράγων ἀφρόν, ἐπὶ τῶν θριδάκων (μαρουλίων) ἕνεκα τοῦ γαλακτώδους αὐτῶν ὀποῦ, (ὡς τὸ Λατ. lactusa ἐκ τοῦ lac), Ἀνθ. Π. 9. 412.

Greek Monotonic

ἀφροφυής: -ές (φύω), αυτός που παράγει αφρούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

[φύω]
foam-producing, Anth.

German (Pape)

ἀφροφυῆ θριδάκων πέταλα, schaumartig, weich, wie Lattich, lactuca von lac, Philod. 30 (IX.412).