ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
Γοργώ, -οῦς, ἡ, heteroclite acc. in Ar. and V. Γοργόνα, gen. Γοργόνος, nom. pl. Γοργόνες, or use V. Φορκίς, -ίδος, ἡ, or say, daughter of Phorcys.
Of the Gorgons, adj.: Γοργόνειος, Γόργειος.