συνθρανόω
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
συνθρᾱνόω: разрушать, сокрушать: συντεθράνωται ἅπαν Eur. рухнуло все (здание).
German (Pape)
[ᾱ], zerbrechen, zertrümmern, συντεθράνωται ἅπαν δῶμα, Eur. Bacch. 633.
συνθρᾱνόω: разрушать, сокрушать: συντεθράνωται ἅπαν Eur. рухнуло все (здание).
[ᾱ], zerbrechen, zertrümmern, συντεθράνωται ἅπαν δῶμα, Eur. Bacch. 633.