βαμβακύζω
English (LSJ)
chatter with cold, Hippon. 17; — also βαμβαλύζω, Phryn. PS p. 54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist. Pr. 949a13.
Spanish (DGE)
(βαμβᾰκύζω) castañetear los dientes Hippon.42a.3 (var., v. βαμβαλύζω).
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. βαμβαίνω.
Greek Monolingual
βαμβακύζω (Α)
χτυπούν τα δόντια μου από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του βαμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βαμβᾰκύζω: Plut. = βαμβαίνω 1.
German (Pape)
= βαμβαίνω, vor Frost klappern, Hipponax bei Plut. absurd. St. 6.