μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
Φάληρον, τό.
To Phalerum: Φάληρόνδε.
From Phalerum: Φαληρόθεν.
Man of Phalerum: Φαληρεύς, -έως, ὁ.
Of Phalerum, adj.: Φαληρικός.