νυμφαγενής

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, nymph-born, Telest.1.5; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.

Greek Monolingual

νυμφαγενής και νυμφηγε
νής και νυμφογενής -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη
2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -- και -η-, για μετρικούς λόγους].

German (Pape)

[ᾱ], ές, von einer Nymphe geboren, stammend, Telest. bei Ath. XIV.616.