νυμφαγενής
English (LSJ)
ές, nymph-born, Telest.1.5; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.
Greek Monolingual
νυμφαγενής και νυμφηγε
νής και νυμφογενής -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη
2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -ᾱ- και -η-, για μετρικούς λόγους].
German (Pape)
[ᾱ], ές, von einer Nymphe geboren, stammend, Telest. bei Ath. XIV.616.