νυκτονόμος
Greek (Liddell-Scott)
νυκτονόμος: ἴδε νυκτινόμος.
Greek Monolingual
νυκτονόμος, ὁ (Α)
βλ. νυκτινόμος.
German (Pape)
= νυκτίνομος, νυκτονόμα ὄρνεα, σκῶπες, mit diesem Akzente, Schol. Od. 5.65.
νυκτονόμος: ἴδε νυκτινόμος.
νυκτονόμος, ὁ (Α)
βλ. νυκτινόμος.
= νυκτίνομος, νυκτονόμα ὄρνεα, σκῶπες, mit diesem Akzente, Schol. Od. 5.65.