νυκτινόμος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐνόμος Medium diacritics: νυκτινόμος Low diacritics: νυκτινόμος Capitals: ΝΥΚΤΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: nyktinómos Transliteration B: nyktinomos Transliteration C: nyktinomos Beta Code: nuktino/mos

English (LSJ)

νυκτινόμον, feeding by night, Arist.HA616b25, Plu. 2.286b, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐνόμος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ νεμόμενος, ἐπὶ τῶν νυκτοβίων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Πλούτ. 2. 286Β, κτλ.· ― ὡσαύτως νυκτο-νόμος, ον Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 65.

Greek Monolingual

-ο, αρσ. και νυκτίνομος (Α νυκτινόμος και νυκτονόμος, -ον)
(για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («τὰ νυκτινόμα τῶν ζῴων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -νόμος].