νυκτινόμος
From LSJ
English (LSJ)
νυκτινόμον, feeding by night, Arist.HA616b25, Plu. 2.286b, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐνόμος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ νεμόμενος, ἐπὶ τῶν νυκτοβίων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Πλούτ. 2. 286Β, κτλ.· ― ὡσαύτως νυκτο-νόμος, ον Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 65.
Greek Monolingual
-ο, αρσ. και νυκτίνομος (Α νυκτινόμος και νυκτονόμος, -ον)
(για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («τὰ νυκτινόμα τῶν ζῴων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -νόμος].