καταφυλλοροέω

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

shed the leaves: metaph., lose its splendour, τιμὰ κατεφυλλορόησε Pi.O.12.15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ses feuilles, s'effeuiller.
Étymologie: κατά, φυλλορροέω.

English (Slater)

καταφυλλοροέω shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν) ποδῶν (O. 12.15)

Greek Monotonic

καταφυλλοροέω: μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

καταφυλλοροέω: досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать (τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φυλλοροέω bladeren verliezen; overdr. glans verliezen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to shed the leaves: metaph. to lose its splendour, Pind.

German (Pape)

die Blätter fallen lassen, das Laub verlieren; überhaupt verwelken, vergehen; τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind. Ol. 12.16.