φυλλορροέω
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
shed the leaves, Hp.Insomn.90, Pherecr.130.10 (anap., φυλλοροήσει, metri gr.), Arist.APo.98a37, Thphr. HP 3.13.5, CP2.19.2, Dsc.1 Prooemia 9, 4.143, Plu.2.366e, Pap. in Hermes40.548: metaph., of becoming bald, Arist.GA783b17; Com., ἀσπίδας φ. shed, drop one's shields, Ar.Av.1481 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
laisser tomber ou perdre ses feuilles.
Étymologie: *φυλλορρόος.
German (Pape)
die Blätter fallen lassen, verlieren; in poet. Form φυλλοροήσει Pherecr. bei Ath. VI.269 (v. 10); Arist. an. post. 2.16; kom. ἀσπίδας Ar. Av. 1481; Sp.
Russian (Dvoretsky)
φυλλορροέω:
1 сбрасывать листву (ἄμπελος φυλλορροοῦσα Xen.): εἰ φυλλορροεῖ Arst. когда происходит листопад; φυτὰ φυλλορροοῦντα Plat. растения, сбрасывающие (на зиму) свои листья;
2 насмешл. (о трусах) ронять, бросать (ἀσπίδας Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
φυλλορροέω: χύνω ἢ ῥίπτω τὰ φύλλα, Ἱππ. 378. 51, τὰ δὲ δὴ δένδρη τὰν τοῖς ὄρεσιν χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφίοις φυλλοροήσει Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 10 (φυλλοροήσει χάριν τοῦ μέτρου), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 1, Πλούτ.· ― μεταφορ., γίνομαι φαλακρός, (ἀμεταβ.), Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 5. 3, 26· καὶ κωμικῶς, φ. ἀσπίδα, ῥίπτω τὴν ἀσπίδα μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1481. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 264.
Greek Monotonic
φυλλορροέω: μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα, σε Κωμ. φράση, φυλλορροέω ἀσπίδα, ρίχνω ή αφήνω την ασπίδα μου να πέσει, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φυλλορροέω, fut. -ήσω [from φυλλορρόος]
to shed the leaves, in Com. phrase, φ. ἀσπίδα to shed or let drop one's shield, Ar.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ρίχνω τά φύλλα). Ἀπό τό φυλλορρόος → φύλλον (τοῦ φύω) + ρέω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέω καί στή λέξη φύλλον.