καμπυλόρρινος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καμπυλόρρινος, -ον)
αυτός που έχει κυρτή, καμπουρωτή μύτη, γερακομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καμπυλόρριν κατά τα επίθ. σε -ος].
German (Pape)
[ῑ], krummnasig, Sp.
-η, -ο (Μ καμπυλόρρινος, -ον)
αυτός που έχει κυρτή, καμπουρωτή μύτη, γερακομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καμπυλόρριν κατά τα επίθ. σε -ος].
[ῑ], krummnasig, Sp.