περιφαντάζομαι

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

German (Pape)

[Seite 598] oberflächlich betrachten, nach der Erscheinung beurtheilen, ohne in das Wesen einzudringen, Simplic., im Gegensatz des κατακρατεῖν τῆς οὐσίας.

Greek (Liddell-Scott)

περιφαντάζομαι: ἀποθ., σχηματίζω φαντασιώδη ἔννοιαν πράγματός τινος, περιφαντάζεσθαι τὰ πράγματα καὶ μὴ κατακρατεῖν αὐτῶν τῆς οὐσίας Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 417.

Greek Monolingual

Α
κάνω φαντασιώσεις για κάτι, εξετάζω επιπόλαια κάτι.