δημόσια
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Greek Monolingual
η
βλ. δημόσιος.
Russian (Dvoretsky)
δημόσια:
I τά
1 общественная казна, государственные доходы Arph., Arst., Polyb.;
2 государственные дела (τὰ δ. πράττειν Plut.).
II adv. Arph. = δημοσίᾳ 2.