τράφεν
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
τράφεν:
1 эп.-эол. 3 л. pl. aor. 2 pass. к τρέφω;
2 дор. inf. к τρέφω;
3 дор. 3 л. sing. aor. 2 к τρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
τράφεν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ τρέφω, μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ τρέφω, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.
English (Autenrieth)
see τρέφω.
Greek Monotonic
τράφεν: Αιολ. και Επικ. αντί ἐτράφησαν,
I. γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του τρέφω.
II. Δωρ. αντί τρέφειν, απαρ. του τρέφω.