πρόσθεν
English (LSJ)
and in Poets πρόσθε, also in Ion. Prose (Hdt.1.11, al., cf. ἐπίπροσθε); Dor. and Aeol. πρόσθα A.D.Adv.153.20, E.M.424.12 (in elision πρόσθ', Alcm.73, Sapph.Supp.1.5); Dor. also πρόθεν (cf. ὄπιθεν), Greg.Cor.p.222S.: Adv.
A as preposition with genitive:
I of place or Space, before, στῆ πρόσθ' αὐτοῖο Il.5.170; πεζὸς πρόσθ' ἵππων 13.385, cf. 392, etc.; κατὰ τεύχε' ἔθηκε πρόσθεν Ἀχιλλῆος 19.13; πρόσθεν ποδῶν Od.22.4, cf. Il.23.877; ἐκ δὲ τὼ ἀΐξαντε πυλάων πρόσθεν μαχέσθην before, i.e. outside, 12.145, cf. 9.473; νῆσος . . πρόσθεν Σαλαμῖνος τόπων A.Pers.447; π. Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν in front of them, at their head, Il.16.220; ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος in front of . ., X.Cyr.5.3.52; εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων ἐκαθέζοντο Id.An.3.1.33; εἰς τὸ πρόσθεν τινῶν θεῖναί τι ἐπὶ τὴν γῆν Pl.R.618a: with collat. notion of defence, [σάκος] πρόσθε στέρνοιο φέρων Il.7.224; στὰς πρόσθεν νέκυος 16.321; τάων οὔτοι πρόσθεν ἵσταμαι I defend them not, 4.54: hence, for, on behalf of, πρόσθεν φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν 21.587, cf. 16.833; ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν Od.8.524.
2 with Verbs of motion, πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα Il.5.56, 80, 20.402; πρόσθεν δὲ κί' αὐτοῦ 15.307.
3 metaph., οὐδὲν ἐς πρόσθεν κακῶν E.Hec.961: of preference, ἄγειν τινὰ πρόσθεν τινός Id.Ba.225; πρόσθεν τιθέναι τί τινος Id.Hec.129 (anap.), cf. IG22.1299.58; αἰσχρὰ πρόσθεν τοῦ καλοῦ ζητεῖν E.Fr.659.7.
II of time, before, πρόσθ' ἄλλων Il.2.359, cf.S.Ph.778; τοῖιν δ' ἔγνω πρόσθεν = first of the twain, Il.13.66, cf. Hes.Th. 746; ἐμοῦ πρόσθεν A.Pers.529; τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι S.Ant.462; πρόσθεν ἑσπέρας X.Cyr.7.5.43.—The gen. sometimes stands before πρόσθεν, Il.4.54, etc., cf. supr. When it seems to be followed by a dat., this dat. must be connected with the Verb, and πρόσθεν taken as adverb, v. infr. B. 1.1.
B as adverb:
I of place or Space, before, in front, πρόσθεν λέων ὄπιθεν δὲ δράκων Il.6.181, Hes.Th.323; πρόσθεν δέ οἱ δόρυ τ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα Il.5.300, cf. 315; πρόσθεν δέ οἱ ποίησε γαλήνην Od.5.452; πρόσθ' ὁρόων θάνατον Il.20.481; ὁ πρόσθεν the front rank man, X.Cyr.2.2.8; τὰ πρόσθεν ib.6.3.2; τὰ πρόσθεν (sc. σκέλη) the forelegs (of a horse), Id.Eq.1.12; ἡ χώρα ἡ πρόσθεν Plb. 3.80.3; προῆγε εἰς τὸ πρόσθεν on, forward, Id.4.66.5; ἀεὶ τοῦ πρόσθεν ὀρεγόμενοι Id.3.84.12: with collat. notion of defence, πρόσθεν σάκεα σχέθον Il.4.113; ἥ τοι πρόσθεν στᾶσα βέλος ἄμυνεν ib.129.
2 with Verbs of motion, before, in front, πρόσθεν ἔφευγε 22.158; ἥ οἱ πρόσθεν ἰοῦσα 20.95; πρόσθεν ἡγεμονεύειν Od.22.400, 24.155; ἵππους πρόσθεν βαλεῖν, v. βάλλω A.11.5; ἐς τὸ πρόσθε παριέναι forward, Hdt.8.89; πάριτ' εἰς τὸ πρόσθεν Ar.Ach.43; εἰς τὸ πρόσθεν προΐωμεν Pl.R.437a, etc.; μηδεμίαν αἰσχύνην πρόσθεν ποιεῖσθαι allow no shame to stand in the way, Id.Lg.732b.
3 metaph., εἰς τὸ πρόσθεν ἔτι ζητήσαντες Id.Sph.258c; τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν S.Aj.1249.
II of time, before, formerly, erst, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή Il.7.325, etc.; οὔποτε πρόσθεν S.Aj.318; οὔπω πρόσθεν X.An.5.4.18; ἔτι πρόσθεν Pl.Sph.242d; σμικρῷ πρόσθεν Id.Lg.969b; οἱ πρόσθεν ἄνδρες the men of old, Il.9.524; τοῦ πρόσθεν Κάδμου τοῦ πάλαι τ' Ἀγήνορος S.OT268; ὁ πρόσθεν γεννηθείς Id.OC375; ἡ πρόσθεν the elder, E.Ph.58; of things, οἱ πρόσθεν πόνοι the former, earlier labours, A.Supp.52 (lyr.); ἁ πρόσθεν ἱππεία S.El.504 (lyr.); ὁ πρόσθεν λόγος Id.OT851; ἡ πρόσθεν ἡμέρα X.An.2.3.1, etc.; τὰ πρόσθεν = what was said above, Pl.Phdr.238b; also τὸ πρόσθεν, as adverb, formerly, Il.23.583, Od.4.688; ταὐτὰ τῷ πρόσθεν = the same as before, Pl.Phdr.241b; τὰ πρόσθεν A. Ag.19.
C followed by a Particle, πρόσθεν, πρὶν . . = before . ., mostly with a neg., οὐ πρόσθεν... πρίν γε . . με ἴδηται Od.17.7, cf. X.An.1.1.10, Cyr. 1.2.8, etc.; οὐ πρόσθεν πρὶν ἤ . .ib.1.4.23: without a neg., πρόσθεν πρὶν τυχεῖν Pi.P.2.91: also πρόσθεν ἢ . . S.OT736, El.82, 1333; ποτιτάσσει . . μὴ πρόσθεν ἐξελθεῖν ἢ τὰν ματέρα κατακάνῃ Anon.Mythogr. in PSI9.1091.3.
2 sooner, rather, πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν would die sooner than surrender arms, X.An.2.1.10.
German (Pape)
[Seite 765] ion. u. poet. auch πρόσθε (vgl. Lob. Phryn. 284), – a) als praepos. = πρό, c. genit., – 1) vom Orte oder Raume, vor; Hom., Hes. u. Folgde; bes. vor Einem, zu seinem Schutze, zu seiner Vertheidigung, (σάκος) τὸ πρόσθε στέρνοιο φέρων, Il. 7, 224. 16, 321; ὅςτε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, der für die Vaterstadt fällt, Od. 8, 524; Il. 21, 587, draußen, vor, πυλάων, πόλιος, 7, 145. 22, 464 u. sonst; Aesch. Spt. 507; u. übh. von der nächsten, unmittelbaren Nähe, Il. 19, 13; πρόσθε ποδός, 23, 877; νῆσός τις ἔστι πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων, Aesch. Pers. 439, vgl. Eum. 46; εἰς τὸ πρόσθεν σφῶν θεῖναι ἐπὶ τὴν γῆν, Plat. Rep. X, 618 a; Phil. 62 e. – 2) von der Zeit, vor, eher als, πρόσθ' ἄλλων, eher als die Andern, Il. 2, 359; ἐάνπερ δεῦρ' ἐμοῦ πρόσθεν μόλῃ, Aesch. Pers. 521; ἐμοί τε καὶ τῷ πρόσθ' ἐμοῦ κεκτημένῳ, Soph. Phil. 769. – Zuweilen steht πρόσθεν seinem gen. nach, Il. 4, 54. 16, 833; τῶν πρόσθ' Ἰαπετοῖο πάϊς ἔχετ' οὐρανὸν εὐρύν, Hes. Theog. 746. – Πρόσθεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 43. – b) häufiger als adv. ohne Casus, – 1) räumlich, vor, vorn; Hom. oft, auch bei Verbis der Bewegung, nach vorn, vorwärts, ἵππους πρόσθε βαλεῖν, die Pferde vorwärts treiben, Il. 23, 572; auch πρόσθε βαλεῖν = zuvorkommen, einholen, 23, 639; πρόσθεν ἔχειν, zum Schutze vorhalten, Hom. oft c. dat., πρό σθε δέ οἱ δόρυ τ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα, ihm zum Schutz, Il. 5, 300 (ein dat. steht auch dabei, als dat. commodi zu fassen, Il. 20, 95, ἥ οἱ πρόσθεν ἰοῦσα τίθει φάος, u. Od. 5, 452, πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην); so auch Tragg.: πρώρα πρόσθεν ὄμμασιν βλέπουσ' ὁδόν, Aesch. Suppl. 697; ὀλίγον τοῦ ποιήματος εἰς τὸ πρόσθεν προελθών, Plat. Prot. 339 b; ἡ εἰς τὸ πρόσθεν κίνησις, Bewegung nach vorwärts, Tim. 40 b; παραγενέσθαι εἰς τὸ πρόσθεν, Xen. An. 3, 4, 38; εἰς τὸ πρόσθεν προϊέναι, 2, 1, 2 u. Folgde, wie Pol. u. Plut. Uebtr., εἰ τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν, d. i. vorziehen, Soph. Ai. 1228; vgl. λέκτρα πρόσθεν θήσειν λόγχης, Eur. Hec. 131; αἰσχρὰ κέρδη πρόσθε τοῦ καλοῦ ζητεῖν, frg.; so πρόσθεν ποιεῖσθαι, Plat. Legg. V, 732 b; ἥ τι τῶν ὑστέρων εἰς τὸ πρόσθεν τιμαῖς τάττουσα, III, 697 c; u. so auch Folgde. – 2) von der Zeit, vormals, ehedem, zuvor; Hom. u. Hes. oft; οὐ πρόσθεν, nicht eher, nicht früher, Od. 17, 7; οἱ πρόσθεν ἄνδρες, die Männer der Vorzeit, Il. 9, 524; oft Tragg.: οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν, Aesch. Pers. 467; u. bei subst., τῶν πρόσθε πόνων μνασαμένα, der frühern Leiden, Suppl. 51; τὸ πρόσθεν, τὰ πρόσθεν, Hom. u. Folgde, wie Aesch. Ag. 19. 1409; πρόσθε ποτέ, Pind. Ol. 11, 31; πρόσθε – πρίν, P. 2, 91 (vgl. Xen. Cyr. 6, 4, 11); auch πρόσθεν ἤ, Soph. O. R. 736. 852; auch auf die Zukunft bezüglich, πότερα τἀμαυτοῦ κακὰ πρόσθεν δακρύσω, O. C. 1257; τοῦ πρόσθε Κάδμου, O. R. 268; auch τὸν πρόσθε γεννηθέντα, den ältern, O. C. 375; τὴν πρόσθεν ἄνασσαν, Eur. Hec. 61; οἱ πρόσθεν εἰρηκότες, Plat. Conv. 194 e; ἐν τῷ πρόσθεν u. ἐν τοῖς πρόσθεν, in dem Frühern, oft, wie ὁ πρόσθεν λόγος, Xen. An. 3, 1, 1; ἡ πρόσθεν ἡμέρα, 2, 3, 1; οἱ πρόσθεν ἄρχοντες, 3, 2, 31; im Gegensatz von τότε, Cyr. 1, 4, 25, von νῦν, 8, 8, 4; οὐ πρόσθεν πρίν, 6, 4, 11; τεθνάναι πρόσθεν ἤ, An. 2, 1, 10; wie Pol. 3, 109, 8.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
avant;
A. adv.
I. avec idée de lieu;
1 en avant, devant, par devant : πρόσθε λέων, ὅπιθεν δὲ δράκων IL lion par devant, dragon par derrière ; ὁ πρόσθεν, qui précède, chef de file ; avec idée de mouv. εἰς τὸ πρόσθεν ἰέναι, marcher en avant ; πρόσθεν φεύγειν IL fuir devant (un ennemi);
2 fig. en avant, de préférence, plutôt : ἄγειν τινὰ ἐς τὸ πρόσθεν SOPH faire passer qqn avant ; πρόσθεν ἀποθανεῖν XÉN mourir plutôt que, etc.
II. avec idée de temps auparavant, avant : ὡς τὸ πρόσθεν IL comme auparavant ; οἱ πρόσθεν ἄνδρες IL les gens d'autrefois, les hommes du temps passé ; ὁ πρόσθεν χρόνος SOPH le temps passé ; ἡ πρόσθεν ἡμέρα XÉN le jour d'avant ; οὐ πρόσθεν πρίν γε, avec le sbj. : pas avant que;
B. • Prép. avec le gén.
I. avec idée de lieu;
1 devant : πεζὸς πρόσθ' ἵππων IL à pied devant les chevaux ; τεύχ' ἔθηκεν πρόσθεν Ἀχιλλῆος IL elle déposa les armes devant Achille ; πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμίζεμεν IL combattre à la tête des Myrmidons ; avec un verbe de mouv. φεύγειν πρόσθεν τινός IL fuir devant qqn;
2 en se plaçant devant (pour protéger) : τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι IL je ne me place pas devant elles (Argos, Sparte, Mycènes) càd je ne les défends pas ; pour : τάων πρόσθεν πολεμίζειν IL combattre pour elles;
3 fig. πρόσθεν τιθέναι τί τινος EUR mettre une personne ou une chose avant une autre, la préférer à une autre;
II. avec idée de temps avant, plus tôt que : πρόσθ' ἄλλων IL avant les autres, plus que les autres ; πρόσθεν τῆς ἡσπέρας XÉN avant le soir.
Étymologie: πρός, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσθε(ν) [πρό] Ion. en poët. πρόσθε, vgl. πρό adv. van plaats vooraan, van voren:; πρόσθεν δὲ σάκεα σχέθον ἐσθλοὶ ἑταῖροι de makkers hielden hun schilden voor hem Il. 4.113; πρόσθ’ ὁρόων θάνατον de dood voor zich ziend Il. 20.481; τὰ πρόσθεν εὐσκοπώτατα de beste uitkijkposten Xen. Cyr. 6.3.2; subst..; ὁ πρόσθεν de voorste man Xen. Cyr. 2.2.8; met verba van beweging:; τοὺς σοὺς (ἵππους) πρόσθε βαλών jouw paarden ervoor (d.w.z. voor de mijne) gooiend Il. 23.572; subst..; εἰς τὸ πρόσθε παριέναι naar voren doordringen Hdt. 8.89.2; overdr.. εἰ... τοὺς ὄπισθεν ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν als wij de achterblijvers op de voorgrond zullen plaatsen Soph. Ai. 1249; προκόπτοντ’ οὐδὲν ἐς πρόσθεν κακῶν zonder er verder in de ellende iets mee op te schieten Eur. Hec. 961; εἰς τὸ πρόσθεν ἔτι ζητήσαντες door in het onderzoek nog verder te gaan Plat. Sph. 258c. van tijd vroeger, eerder:; οὐ πρόσθεν... πρίν niet eerder dan Od. 17.7; οὔποτε... πρόσθεν nooit eerder Soph. Ai. 318; ἔτι πρόσθεν nog eerder Plat. Sph. 242d; οὐ πρόσθεν... πρὶν ἤ niet eerder dan Xen. Cyr. 1.4.23; ἀπεκρίνατο... ὅτι πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν hij antwoordde dat zij eerder zouden sterven dan de wapens inleveren Xen. An. 2.1.10; adj..; τῶν πρόσθεν... ἀνδρῶν van de vroegere mannen Il. 9.524; τὸν πρόσθε γεννηθέντα de eerstgeborene Soph. OC 375; τοῦ προσθεν λόγου van zijn vroegere verhaal Soph. OT 851; τὸ πρόσθεν vroeger:. ὡς τὸ πρόσθεν zoals vroeger Il. 12.40. prep. met gen. van plaats voor:. στῆ πρόσθ’ αὐτοῖο hij ging voor hem staan Il. 5.170. van tijd voor, eerder dan:; τῷ πρόσθ’ ἐμοῦ κεκτημένῳ degeen die hem voor mij bezat Soph. Ph. 778; postpos.. τοῦ χρόνου πρόσθε θανοῦμαι ik zal voor mijn tijd sterven Soph. Ant. 462. voor, ter bescherming van:; ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε ter bescherming van zijn eigen stad en volk Od. 8.524; postpos.: τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι voor die (steden) stel ik mij zeker niet op als verdediger Il. 4.54. geeft voorkeur aan boven, meer dan:. τὴν δ’ Ἀφροδίτην πρόσθ’ ἄγειν τοῦ Βακχίου Aphrodite de voorkeur geven boven Bacchus Eur. Ba. 225.
Russian (Dvoretsky)
πρόσθεν:
I ион. тж. πρόσθε adv.
1 впереди, спереди: πρόσθεν λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων Hom. (Химера) - спереди лев, а сзади дракон; οἱ πρόσθεν Hom., Xen. передние ряды, передовые бойцы; τὰ πρόσθεν σκέλη Xen. передние ноги; τὰ πρόσθεν Xen. впереди лежащие местности; ἐς τὸ πρόσθεν Soph. вперед;
2 (тж. εἰς τὸ πρόσθεν Plat. etc.) вперед (τοὺς ἵππους πρόσθεν βαλεῖν Hom.);
3 раньше, прежде: σμικρῷ πρόσθεν Plat. немного раньше; οἱ πρόσθεν ἄνδρες Hom. жившие в старину мужи; ὁ πρόσθεν Κάδμος Soph. древний Кадм; ὁ πρόσθεν λόγος Soph. прежний рассказ; τῇ πρόσθεν ἡμέρᾳ Xen. накануне, вчера; πάντα τὰ πρόσθεν Plat. все вышеизложенное; μὴ πρόσθεν καταλῦσαι, πρὶν ἂν αὐτῷ συμβουλεύσηται Xen. не вступать в соглашение прежде, чем он не посоветуется с ним;
4 скорее, лучше (π. ἂν ἀποθάνοιεν, ἢ τὰ ὅπλα παραδοῖεν Xen.).
II ион. тж. πρόσθε praep. cum gen.
1 перед, впереди (πυλάων Hom.; Σαλαμῖνος τόπων Aesch.);
2 перен. впереди, выше (τιθέναι τί τινος Eur.);
3 раньше, прежде (ἄλλων Hom.): τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. преждевременно; πρόσθεν ἑσπέρας Xen. до наступления вечера.
English (Autenrieth)
in front, before, formerly, of place and of time; (the Chimaera), πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, Il. 6.181; οἱ πρόσθεν, ‘the men of old,’ Il. 9.524; as prep., w. gen., often of place, also to denote protection, like πρό or ὑπέρ, Φ, Od. 8.524; local and temporal, Il. 2.359.
Greek Monolingual
και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α
Α' (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ.
1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ' αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. για κάποιον ή για κάτι, υπερασπίζοντας κάποιον («πρόσθε φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν» Ομ. Ιλ.)
3. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) εμπρός, προς τα εμπρός («πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα», Ομ. Ιλ.)
4. (σε δήλωση προτιμήσεως) μπροστά από κάτι, πάνω από κάτι (α. «τὴν δ' Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄγειν τοῦ Βακχίου», Ευρ.
β. «αἰσχρὰ πρόσθεν τοῦ καλοῦ ζητεῖν», Ευρ.)
II. χρον.
1. προηγουμένως, πριν από (α «πρόσθ' ἄλλων», Ομ. Ιλ.
β. «τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι», Σοφ.
γ. «πρόσθεν ἑσπέρας», Ξεν.). Β' (ως επίρρ.) Ι. τοπ.
1. μπροστά από κάτι ή στο μπροστινό μέρος (α. «πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων», Ομ. Ιλ.
β. «πρόσθε δὲ οἱ ποίησε γαλήνην», Ομ. Οδ.)
2. φρ. α) «ὁ πρόσθεν» — ο πρώτος, στην πρώτη σειρά
β) «τὰ πρόσθεν»
(για άλογο) τα μπροστινά πόδια
γ) «προῆγε εἰς τὸ πρόσθεν» — οδηγούσε, προχωρούσε μπροστά (Πολ.)
3. (με ρήματα κινήσεως) μπροστά, πιο μπροστά (α. «ἐς τὸ πρόσθε παριέναι», Ηρόδ.
β. «πάριτ' ἐς τὸ πρόσθεν»,. Αριστοφ.
γ. «πρόσθε ἡγεμονεύειν», Ομ. Οδ.)
II. χρον.
1. προηγουμένως, πριν («οὗ καὶ πρόσθε ἀρίστη φαίνετο βουλή», Ομ. Ιλ.)
2. (με το άρθρο) ο προηγούμενος, ο παλαιός (α. «τοῦ πρόσθεν Κάδμου τοῦ Μάλαι τ' Ἀγήνορος», Σοφ.
β. «οἱ πρόσθεν πόνοι» — τα περασμένα βάσανα, Αισχύλ.)
γ) «ἡ πρόσθεν ἡμερα» — η προηγούμενη μέρα, χτες, Ξεν.)
3. φρ. α) «τὸ πρόσθεν» — προηγουμένως, πρίν
β), «ταυτὰ τῷ πρόσθεν» — τα ίδια με τα προηγούμενα. Γ' (σε συνδυασμό με άλλο μόριο)
1. προτού, πριν από («οὐ πρόσθεν... πρίν γε... με ἴδηται», Ομ. Οδ.·)
2. πρώτα («πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοῖεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του επιρρ. πρόσθε(ν) οδηγεί στην πρόθεση πρό (πρβλ. από-προ-θεν), οπότε το -σ- του τ. θα μπορούσε να θεωρηθεί προϊόν αναλογικής επίδρασης από τα επιρρ. ἔκτοσθε(ν), ἔντοσθε(ν), πρόσω (πρβλ. και ὄπισθεν / ὄπιθεν). Δυσερμήνευτη είναι και η εναλλαγή στην επιρρ. κατάλ. -θε(ν) / -θα (βλ. και λ. -θε, -θα)].
Greek Monotonic
πρόσθεν: πρόσθε (πρό, πρός)· Ιων. και ποιητ. επίρρ.
Α. ΠΡΟΘ. με ΓΕΝ.: I. 1. α) λέγεται για τόπο, μπροστά, πρόσθ' ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρόσθεν ποδῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσθεν πυλάων, πρόσθεν πόλιος, μπροστά, δηλ. έξω από την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος, μπροστά από..., σε Ξεν.· εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων καθέζεσθαι, στον ίδ. β) με παράλληλη σημασία υπεράσπισης, στὰς πρόσθε νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσθε φίλων τοκέων, στο ίδ.
2. με ρήματα κίνησης, πρόσθεν ἔθεν φεύγοντα, στο ίδ. κ.λπ.
3. μεταφ., μπροστά, μάλλον, με προτίμηση σε, πρόσθεν τιθέναι τί τινος, σε Ευρ.
II. λέγεται για χρόνο, πριν, πρόσθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι, σε Σοφ. Β. ως ΕΠΙΡΡ.,
I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, εμπρός, πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ πρόσθεν, οι άντρες στη μπροστινή σειρά, αντίθ. προς οἱ ὄπισθεν, στο ίδ.· Αττ. ὁ πρόσθεν, σε Ξεν.· τὰ πρόσθεν, στον ίδ.
2. με ρήματα κίνησης, πάνω, μπροστά, πρόσθεν ἡγεμονεύειν, σε Ομήρ. Οδ.· πάριτε ἐς τὸ πρόσθεν, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για χρόνο, πριν, προηγουμένως, κάποτε, άλλοτε, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱπρόσθεν ἄνδρες, οι παλιοί άντρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τοῦ πρόσθεν Κάδμου, σε Σοφ.· ἡ πρόσθεν, η προηγούμενη, σε Ευρ.· οἱ πρόσθεν πόνοι, οι προηγούμενοι, οι πρωτύτεροι, κόποι, σε Αισχύλ.· ἡ πρόσθεν ἡμέρα, σε Ξεν.· επίσης, τὸ πρόσθεν ως επίρρ., προηγουμένως, παλιά, σε Όμηρ.· τὰ πρόσθεν, σε Αισχύλ. Γ. ακολουθ. εξαρτημένη πρόταση,
1. πρόσθεν, πρὶν, Λατ. priusquam, κυρίως με άρνηση, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, πρόσθεν ἤ..., σε Σοφ.· πρόσθεν πρὶν ἤ, σε Ξεν.
2. όπως το Λατ. potius, πρόσθεν ἀποθανεῖν ἤ..., πεθαίνω νωρίτερα από..., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσθεν: καὶ παρὰ ποιηταῖς (χάριν τοῦ μέτρου), πρόσθε, ὅπερ εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ, (Ἡρόδ. 1. 11, κ. ἀλλ.)· ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 39. Αἰολικ. πρόσθα, Α. Β. 563, 604, Ἐτυμολ. Μέγ., Ahrens D. Aeol. 153. Δωρ. ὡσαύτως, πρόθεν (πρβλ. ὄπιθεν), Γρηγ. Κορίνθου 222· Ἐπίρρ. (πρό, πρός). Α. ὡς πρόθεσις μετὰ γεν. Ι. ἐπὶ τόπου ἢ ἐκτάσεως, ἔμπροσθεν, στῆ πρόσθ’ αὐτοῖο, κτλ., Ἰλ.· πεζὸς πρόσθ’ ἵππων Ν. 385, πρβλ. 392, κτλ.· τεύχε’ ἔθηκε πρόσθεν Ἀχιλλῆος Τ. 13· πρ. ποδῶν Ὀδ. Χ. 4, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 877· πρ. πυλάων, πρ. πόλιος, ἔμπροσθεν, δηλ. ἔξω τῆς πόλεως, Μ. 145, κτλ.· νῆσος... πρ. Σαλαμῖνος τόπων Αἰσχύλ. Πέρσ. 447. ― πρ. Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν, ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐπὶ κεφαλῆς, Ἰλ. πρόσθεν 220· καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ., ἐν τῷ πρ. τοῦ στρατεύματος, ἔμπροσθεν..., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 52· εἰς τὸ πρ. τινὸς θεῖναί τι ἐπὶ τὴν γῆν Πλάτ. Πολ. 618Α· ― συχνάκις μετὰ παραλλήλου σημασίας ὑπερασπίσεως, (σάκος) πρόσθε στέρνοιο φέρων Ἰλ. Η. 224· στὰς πρόσθε νεκύων πρόσθεν 321· ἥ τοι πρ. στᾶσα... ἄμυνεν Δ. 129· τάων οὔτοι πρ. ἵσταμαι, δὲν ὑπερασπίζω αὐτάς, αὐτόθι 54· ― ὅθεν ὡς αἱ προθ. πρό, ὑπέρ, πρόσθε φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν Ἰλ. Φ. 537, πρβλ. πρόσθεν 833· ἑῆς πρ. πόλιος λαῶν τε πεσεῖν Ὀδ. Θ. 524. 2) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, πρ. ἕθεν φεύγοντα Ἰλ. Ε. 56, 80, κτλ.· πρ. δὲ κίεν αὐτοῦ Ο. 307· εἰς τὸ πρ. τῶν ὅπλων Ξεν. Ἀν. 3. 1, 33. 3) μεταφορ., οὐδὲν ἐς πρ. κακῶν Εὐρ. Ἑκ. 961· ἐπὶ προτιμήσεως, ἄγειν τινὰ πρ. τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 225· πρ. τιθέναι τί τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 131· αἰσχρὰ πρ. τοῦ καλοῦ ζητεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 660· ἴδε κατωτ., Β. Ι. 8. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πρότερον, πρόσθ’ ἄλλων Ἰλ. Β. 359, πρβλ. Ν. 66, Σοφ. Φιλ. 778· ἐμοῦ πρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 529· τοῦ χρόνου πρ. θανοῦμαι Σοφ. Ἀντ. 462· πρ. ἑσπέρας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 42. ― Ἡ γενικὴ ἐνίοτε προτάσσεται τοῦ πρόσθεν, τάων οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι Ἰλ. Δ. 54., Μ. 145, Ἡσίοδ., κλπ., ἴδε ἀνωτ. Ὁσάκις φαίνεται ὅτι συντάσσεται μετὰ δοτικῆς, ἡ δοτικὴ αὕτη πρέπει νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ ῥῆμα, τὸ δὲ πρόσθεν νὰ ληφθῇ ὡς ἐπίρρ., ἴδε κατωτ. Β. Ι. 1. Β. ὡς ἐπίρρ.· Ι. ἐπὶ τόπου ἢ ἐκτάσεως τοπικῆς, ἔμπροσθεν, ἐνώπιον, πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων Ἰλ. Ζ. 181, Ἡσ. Θεογ. 323· πρ. δὲ οἱ δόρυ τ’ ἔσχε καὶ ἀσπίδα Ἰλ. Ε. 300, πρβλ. 315· πρ. δὲ οἱ ποίησε γαλήνην Ὀδ. Ε. 452· πρόσθ’ ὁρόων θάνατον Ἰλ. Υ. 481· ― οἱ πρόσθεν, οἱ ἐν ταῖς πρώταις τάξεσιν ἄνδρες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὄπισθεν, Ε. 595· ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττικ., οἱ πρόσθεν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 8· τὰ πρ. αὐτόθι 6. 3, 2· τὰ πρ. σκέλη (ἴδε πρόσθιος) ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 12· ἡ χώρα ἡ πρ. Πολύβ. 3. 80, 3· εἰς τὸ πρ. 4. 66, 5· τοῦ πρ. ὀρέγεσθαι 3. 84, 12· ― μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τῆς ὑπερασπίσεως, πρ. σάκεα σχέθον Ἰλ. Δ. 113. 2) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἐμπρός, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ἔφευγε, Χ. 158· ἣ οἱ πρ. ἰοῦσα Υ. 95· πρ. ἡγεμονεύειν Ὀδ. Χ. 400, Ω 154· ἵππους πρ. βαλεῖν, ἴδε βάλλω Α. ΙΙ. 5· οὕτως, ἐς τὸ πρ. παριέναι Ἡρόδ. 8. 89· πάριτ’ ἐς τὸ πρ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 43, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 437Α, κτλ.· πρ. προεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 732Β. 3) μεταφορ., εἰς τὸ πρ. ἀεὶ ζητεῖν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 258C· ἄγειν τινὰ ἐς τὸ πρ. (ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 3), Σοφ. Αἴ. 1249. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πρότερον, προηγουμένως, ἄλλοτε, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· οὐ πρόσθεν, οὐχὶ πρότερον, Ὀδ. Ρ. 7· οὔποτε πρ. Σοφ. Αἴ. 318· οὔπω πρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 18. ἔτι πρ. Πλάτ. Σοφιστ. 242D· σμικρῷ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 969Β· ― οἱ πρόσθεν ἄνδρες, οἱ πάλαι, Ἰλ. Ι. 524· οὕτω, τοῦ πρ. Κάδμου τοῦ πάλαι τ’ Ἀγήνορος Σοφ. Ο. Τ. 268· ὁ πρ. γεννηθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 375· ἡ πρ., ἡ πρεσβυτέρα, Εὐρ. Φοίν. 58· οὕτως, ἐπὶ πραγμάτων, οἱ πρ. πόνοι, οἱ προγενέστεροι, πρότεροι, προηγούμενοι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 52· ἁ πρ. ἱππεία Σοφ. Ἠλ. 504· ὁ πρ. λόγος ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ 851· ἡ πρ. ἡμέρα, νύξ, ὁ πρ. χρόνος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 1, κτλ.· τὰ πρόσθεν, τὰ παρελθόντα, Πλάτ. Φαῖδρ. 238Β· ― ὡσαύτως, τὸ πρ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, ἄλλοτε, Ἰλ. Ψ. 583, Ὀδ. Δ. 688· ταὐτὰ τῷ πρ., τὰ αὐτὰ ἅπερ καὶ πρότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β· καὶ οὕτω, τὰ πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 19. Γ. Ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ πρίν, πρόσθεν, πρίν..., πρὶν ἤ..., Λατ. priusquam, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ πρόσθε..., πρὶν γέ με... ἴδητε Ὀδ. Ρ. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 10, Κύρ. 1. 2, 8, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἄνευ ἀρνήσεως, πρ. πρὶν τυχεῖν Πινδ. πρόσθεν 2. 169· ― ὡσαύτως, πρόσθεν ἤ... Σοφ. Ο. Τ. 736, Ἠλ. 82, 1333· πρόσθεν πρὶν ἢ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23. 2) ὡς τὸ Λατ. potius, πρ. ἀποθανεῖν ἤ..., μᾶλλον νὰ ἀποθάνω παρά..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 1, 10. ― Πρβλ. πρὶν Β. Ι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv. a. prep. w. gen.
Meaning: ahead, before, formerly, yore; in front of (Il., IA.)
Other forms: πρόσθα (Dor. Aeol.), from this πρόθθα (Cret.), πρόστα (Delph.).
Compounds: Also combined with other adv. (prep.), e.g. ἔμ-προσθε(ν), -θα in front (of), before (IA. resp. Dor. Aeol.) with ἐμπρόσθ-ιος in the front, especially of bodyparts (Hdt., Att., Arist.), -ίδιος id. (A. D., pap.), ἐπί-προσθεν close before, near Att., hell.) with ἐπιπροσθ-έω to be in the way, in front of it, to hinder, to cover (Hp., hell.), ὑπό-προσθε just before (Hp.) with ὑπαπροσθ-ίδιος earlier (immigrated), older inhabintant (Locr.).
Derivatives: πρόσθ-ιος in the front, especially of bodyparts (Hdt. as v.l., trag., Arist.; cf. ἐμπρόσθιος above), -ίδιος id. (Nonn.), προστ-ίζιος = προσθ-ίδιος earlier, the former (El.).
Origin: IE [Indo-European] or GR [a formation built with Greek elements] [000]
Etymology: Formation in -θε(ν), -θα, because of the meaning and spread hardly with Kretschmer Glotta 1, 55 from πρός, but rather from πρό with analog. -σ- (πρό-θεν only Greg. Cor.). Example hardly ὄπισθεν, as this seems to stand itself for ὄπι-θεν (rather the other way round ὄπισθεν after πρόσθεν). So after ἔκτοσ-θε(ν), ἔντοσ-θε(ν) (cf. Schwyzer 628) or to πρόσ(σ)-ω (cf. WP. 2, 38)? Extensive Lejeune Adv. en -θεν 333 ff.
Middle Liddell
[πρό, πρός
A. prep. with genitive:
I. of place, before, πρόσθ' ἵππων Il., etc.; πρ. ποδῶν Od.; πρ. πυλάων, πρ. πόλιος before, i. e. outside, Il.;—in Attic with Art., ἐν τῷ πρ. τοῦ στρατεύματος in front of . ., Xen.; εἰς τὸ πρ. τῶν ὅπλων καθέζεσθαι Xen.
b. with collat. notion of defence, στὰς πρόσθε νεκύων Il.; πρόσθε φίλων τοκέων Il.
2. with Verbs of motion, πρ. ἔθεν φεύγοντα Il., etc.
3. metaph. before, in preference to, πρ. τιθέναι τί τινος Eur.
II. of time, before, πρόσθ' ἄλλων Il.; τοῦ χρόνου πρ. θανοῦμαι Soph.
B. as adv.:
I. of place, before, in front, πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων Il.:— οἱ πρ. the frontrank men, opp. to οἱ ὄπισθεν, Il.:—Attic, ὁ πρ. Xen.; τὰ πρ. Xen.
2. with Verbs of motion, on, forward, πρ. ἡγεμονεύειν Od.; πάριτε ἐς τὸ πρ. Ar.
II. of time, before, formerly, erst, Hom., etc.; οἱ πρόσθεν ἄνδρες the men of old, Il.; so, τοῦ πρ. Κάδμου Soph.; ἡ πρ. the elder, Eur.; so, οἱ πρ. πόνοι the former, earlier labours, Aesch.; ἡ πρ. ἡμέρα Xen.:—also, τὸ πρ., as adv., formerly, Hom.; τὰ πρ., Aesch.
C. foll. by a Relat., πρόσθεν, πρὶν . ., Lat. priusquam, mostly with a negat., Od., Xen.:—also, πρόσθεν ἢ . . Soph.; πρόσθεν πρὶν ἤ Xen.
2. like Lat. potius, πρ. ἀποθανεῖν ἢ . . to die sooner than . ., Xen.
Frisk Etymology German
πρόσθεν: (ion. att. seit Il.),
{prósthe(n)}
Forms: πρόσθα (dor. äol.), daraus πρόθθα (kret.), πρόστα (delph.)
Grammar: Adv. u. Präp. m. Gen.
Meaning: ‘vorn, voran, vorher, vormals; vor’.
Composita: Auch mit anderen Adv. (Präp.) kombiniert, z.B. ἔμπροσθε(ν), -θα ‘vor(n), vorher’ (ion. att. bzw. dor. äol.) mit ἐμπρόσθιος vorn befindlich, bes. von Körperteilen (Hdt., att., Arist. u.a.), -ίδιος ib. (A. D., Pap.), ἐπι- προσθεν dicht vor, nahe (att., hell.) mit ἐπιπροσθέω davor, im Wege sein, hindern, verdecken (Hp., hell.), ὑπόπροσθε gleich vorher (Hp.) mit ὑπαπροσθίδιος ‘früher (eingewandort), älterer Bewohner’ (lokr.).
Derivative: Davon πρόσθιος vorn befindlich, bes. von Körperteilen (Hdt. als v.l., Trag., Arist. u.a.; vgl. ἐμπρόσθιος oben), -ίδιος ib. (Nonn.), προστίζιος = προσθίδιος früher, der frühere (el.).
Etymology: Bildung auf -θε(ν), -θα, wegen Bed. und Verbreitung schwerlich mit Kretschmer Glotta 1, 55 von πρός, sondern eher von πρό mit analog. -σ- (πρόθεν nur Greg. Kor.). Vorbild kaum ὄπισθεν, weil dieses selbst für ὄπιθεν eingetreten scheint (eher umgekehrt ὄπισθεν nach πρόσθεν). Somit nach ἔκτοσθε(ν), ἔντοσθε(ν) (vgl. Schwyzer 628) oder zu πρόσ(σ)-ω (vgl. WP. 2, 38)? Ausführlich Lejeune Adv.en -θεν 333 ff.
Page 2,601
English (Woodhouse)
before, former, formerly, past, ahead of, belonging to former times
Lexicon Thucydideum
ante, before, previously, 4.32.3, 6.67.1, 7.43.5, 7.44.3, 7.78.3. 7.78.4. 7.5.1. 7.81.3.