ἀδιαπτώτως
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαπτώτως:
1 безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2 безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).